- κονδοτιέρος
- (condothiero). Ο αρχηγός μισθοφορικών στρατευμάτων κατά τον Μεσαίωνα. Αργότερα επικράτησε αυτός ο χαρακτηρισμός γενικά για όλους τους μισθοφόρους και επιπλέον για τους πολεμιστές των άτακτων ομάδων, οι οποίες, στη διάρκεια της μάχης, βοηθούσαν τον τακτικό στρατό. Οι κ. έδρασαν κυρίως από τον 13o έως τον 15o αι. μ.Χ., μια περίοδο κατά την οποία οι πόλεις της Ιταλικής χερσονήσου σπαράσσονταν από αιματηρούς εμφύλιους πολέμους. Την ίδια εποχή, εξαιτίας της πνευματικής και οικονομικής ανάπτυξης, οι κάτοικοι των κυριότερων πόλεων της Ιταλίας αδιαφορούσαν για τις στρατιωτικές και τις πολεμικές περιπέτειες. Σε ορισμένες πόλεις μάλιστα (Βενετία κ.α.) απαγορευόταν με νόμο στους πολίτες να φέρουν όπλα. Έτσι, οι αρχές υποχρεώνονταν να διατηρούν μισθοφορικά σώματα από κάθε λογής ξένους τυχοδιώκτες, με τους αρχηγούς των οποίων υπέγραφαν συμβόλαιο (condotta), το οποίο περιλάμβανε τους όρους πρόσληψης και πληρωμής τους. Οι κ., επειδή πολεμούσαν συνεχώς, ήταν ακατάβλητοι και εμπειροπόλεμοι. Πολλές φορές δεν δίσταζαν να λεηλατήσουν και φιλικές περιοχές, ενώ συχνά, στη διάρκεια ενός πολέμου, άλλαζαν στρατόπεδο εφόσον τους προσφέρονταν μεγαλύτερες αμοιβές. Κατά τη διάρκεια της εισβολής των τακτικών ισπανικών και γαλλικών στρατευμάτων στο ιταλικό έδαφος, υπέστησαν αλλεπάλληλες στρατιωτικές ήττες και από τότε άρχισαν να παρακμάζουν. Αργότερα μεταβλήθηκαν σε ληστοσυμμορίτες και κατά τον 16o αι. εξαφανίστηκαν. Οι σπουδαιότεροι από τους Ιταλούς κ. ήταν ο Μπαλιάνο, ο Κολεόνε και ο Πιτσίνι, ενώ από τους ξένους, ο Γερμανός Βέρνερ, ο Άγγλος Χάκγουντ και ο Ισπανός Ραϊμόνδος.
* * *οβλ. κοντοτιέρος.
Dictionary of Greek. 2013.